Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριποδίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τριποδίζω

  1. (για άλογα) πηγαίνω με τριποδισμό
  2. (για αναβάτες) εκτελώ τριποδισμό

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία