Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
αναβάτρια σε άλογο που εκτελεί τριποδισμό (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριποδισμός οι τριποδισμοί
      γενική του τριποδισμού των τριποδισμών
    αιτιατική τον τριποδισμό τους τριποδισμούς
     κλητική τριποδισμέ τριποδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριποδισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριποδισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία