Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρικυμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τρικυμισμέν
ος
η
τρικυμισμέν
η
το
τρικυμισμέν
ο
γενική
του
τρικυμισμέν
ου
της
τρικυμισμέν
ης
του
τρικυμισμέν
ου
αιτιατική
τον
τρικυμισμέν
ο
την
τρικυμισμέν
η
το
τρικυμισμέν
ο
κλητική
τρικυμισμέν
ε
τρικυμισμέν
η
τρικυμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τρικυμισμέν
οι
οι
τρικυμισμέν
ες
τα
τρικυμισμέν
α
γενική
των
τρικυμισμέν
ων
των
τρικυμισμέν
ων
των
τρικυμισμέν
ων
αιτιατική
τους
τρικυμισμέν
ους
τις
τρικυμισμέν
ες
τα
τρικυμισμέν
α
κλητική
τρικυμισμέν
οι
τρικυμισμέν
ες
τρικυμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρικυμισμένος
<
παθητική μετοχή του
τρικυμίζω
<
τρικυμία
Μετοχή
επεξεργασία
τρικυμισμένος,η,ο
(
για θάλασσα, λίμνη κλπ
) που έχει
τρικυμία
(
για άνθρωπο
)
εκνευρισμένος
, έτοιμος για καβγά,
συγχυσμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
φουρτουνιασμένος
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρικυμισμένος
αγγλικά
:
heavy sea
(en)