τρικούβερτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρικούβερτος < τρι- + κουβέρτ(α) (στη σημασία: κατάστρωμα) + -ος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾiˈku.veɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐κού‐βερ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
τρικούβερτος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, για ιστιοφόρα) που έχει τρία καταστρώματα (= κουβέρτες)
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη ένταση και διάρκεια
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τρικούβερτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας