Δείτε επίσης: Τριανταφυλλιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριανταφυλλιά οι τριανταφυλλιές
      γενική της τριανταφυλλιάς των τριανταφυλλιών
    αιτιατική την τριανταφυλλιά τις τριανταφυλλιές
     κλητική τριανταφυλλιά τριανταφυλλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριανταφυλλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τριανταφυλλιά[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.an.da.fiˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐α‐ντα‐φυλ‐λιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Άνθη μιας τριανταφυλλιάς

τριανταφυλλιά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τριανταφυλλιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τριανταφυλλής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τριανταφυλλής

  Αναφορές επεξεργασία