Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τραυματιοφορέας οι τραυματιοφορείς
      γενική του
της
τραυματιοφορέα
τραυματιοφορέως
των τραυματιοφορέων
    αιτιατική τον/την τραυματιοφορέα τους/τις τραυματιοφορείς
     κλητική τραυματιοφορέα τραυματιοφορείς
Λόγια γενική ενικού -έως, αλλά και -έα για το θηλυκό.
Κατηγορία όπως «τραυματιοφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τραυματιοφορείς σε πόλεμο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραυματιοφορέας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τραυματιοφορεύς < τραυματί(ας) + -ο- + αρχαία ελληνική φορεύς > φορέας [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾav.ma.ti.o.foˈɾe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραυ‐μα‐τι‐ο‐φο‐ρέ‐ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραυματιοφορέας αρσενικό ή θηλυκό [2]

  1. (στρατιωτικός όρος, αρσενικό) στρατιώτης που μεταφέρει τραυματισμένους
  2. (ιατρική, επάγγελμα) νοσοκομειακός υπάλληλος που μεταφέρει τραυματισμένους (θανάσιμα ή μη) ή ασθενείς
    ※  Οι τραυματιοφορείς βάζουν τον νεκρό στο ασθενοφόρο. (Πέτρος Μάρκαρης (2020) Ο φόνος είναι χρήμα [μυθιστόρημα])

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. τραυματιοφορέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)