τρίγλωσσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρίγλωσσος < τρι- + -γλωσσος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣlo.sos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣlo.si/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣlo.so/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
τρίγλωσσος, -η, -ο
- που είναι γραμμένος σε τρεις γλώσσες
- τρίγλωσσες οδηγίες χρήσεως
- άτομο που ομιλεί τρεις γλώσσες