τιτλοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tit.loˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τιτ‐λο‐φό‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
τιτλοφόρος, -α, -ο
- (παρωχημένο, λόγιο) που φέρει τίτλο
- (ουσιαστικοποιημένο) τιτλοφόρο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιτλοφόρος
|