τιμοκρατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιμοκρατικός < αρχαία ελληνική τιμοκρατικός < τιμοκρατία
Επίθετο επεξεργασία
τιμοκρατικός
- (πολιτική) που έχει σχέση με την τιμοκρατία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τιμοκρατία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιμοκρατικός