Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τιμάριο τα τιμάρια
      γενική του τιμαρίου
τιμάριου
των τιμαρίων
    αιτιατική το τιμάριο τα τιμάρια
     κλητική τιμάριο τιμάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμάριο < μεσαιωνική ελληνική τιμάριον < περσική تیمار (timar)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τιμάριο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία