τιμαριούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιμαριούχος < τιμάρι(ον) + -ούχος < έχω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.ma.ɾiˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐μα‐ρι‐ού‐χος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τιμαριούχος αρσενικό ή θηλυκό
- ο κάτοχος τιμαρίου, τσιφλικιού στην οθωμανική αυτοκρατορία, ο μεγαλοϊδιοκτήτης που αρχικά ήταν μόνον στρατιωτικός. Αργότερα, δεν ανήκε απαραίτητα στο στρατιωτικό σώμα.
- παλιότερα έτσι αποκαλούσαν εκείνον που αυθαιρετούσε
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιμαριούχος
|