Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιθασεύω < αρχαία ελληνική < τιθασός (: αρχικά, το εξημερωμένο ζώο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.θaˈse.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

τιθασεύω

  1. εξημερώνω άγριο ζώο
     συνώνυμα: δαμάζω
  2. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να υπακούει στη βούλησή μου, ελέγχω κάτι / κάποιον
    δεν μπορεί να τιθασεύσει τα νεύρα του

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία