τιθασευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τιθασευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τιθασεύω
Μετοχή επεξεργασία
τιθασευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τιθασεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τιθασευμένος
|
τιθασευμένος, -η, -ο
|