Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεδιοίκηση οι τηλεδιοικήσεις
      γενική της τηλεδιοίκησης* των τηλεδιοικήσεων
    αιτιατική την τηλεδιοίκηση τις τηλεδιοικήσεις
     κλητική τηλεδιοίκηση τηλεδιοικήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεδιοικήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεδιοίκηση < τηλε- + διοίκηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική remote management)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεδιοίκηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία