Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιχμή οι αιχμές
      γενική της αιχμής των αιχμών
    αιτιατική την αιχμή τις αιχμές
     κλητική αιχμή αιχμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιχμή < αρχαία ελληνική αἰχμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιχμή θηλυκό

  1. η μυτερή άκρη ενός αντικειμένου, κυρίως όπλου
    βούτηξε την αιχμή του βέλους του σε δηλητήριο
  2. απότομη αύξηση μιας ποσότητας
    να αποφεύγετε το κέντρο της πόλης τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής
  3. οξύς υπαινιγμός σε διάλογο, λεκτική αντιπαράθεση

Εκφράσεις επεξεργασία

  • η αιχμή του δόρατος: το πλέον αποτελεσματικό κομμάτι ενός συστήματος, συνόλου, οργανισμού κλπ που ενεργεί με κάποιο συγκεκριμένο στόχο
    Η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη ... ήταν η αιχμή του δόρατος ενός ρωμαλέου νεολαιίστικου κινήματος που σημάδεψε τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στη χώρα μας τη δεκαετία του 1960, και με τέτοιους όρους μπορεί να ερμηνευθεί και να αποτιμηθεί ιστορικά σήμερα. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 12 Φεβρουαρίου 2005)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία