τελειοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τελειοποιήσιμος < τελειοποιησ- (αοριστικό θέμα του τελειοποιώ) + -ιμος
Επίθετο επεξεργασία
τελειοποιήσιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατόν να τελειοποιηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τελειοποιώ, τέλειος και ποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
τελειοποιήσιμος