τεκτοπυριτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεκτοπυριτικός < περικοπή του τεκτονικ(ός) + -ο- + πυριτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
τεκτοπυριτικός, -ή, -ό
- (ορυκτολογία) χαρακτηρισμός πυριτικών ορυκτών στα οποία το κρυσταλλικό πλέγμα των τετραέδρων πυριτίου έχει οξυγόνα καθένα από τα οποία ανήκουν σε όλα τα γειτονικά τετράεδρα
- ※ Ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης των πυριτικών τετραέδρων, τα πυριτικά ορυκτά χωρίζονται σε νησοπυριτικά ή ορθοπυριτικά, σωροπυριτικά, ινοπυριτικά (μονής και διπλής αλυσίδας), κυκλοπυριτικά, φυλλοπυριτικά και τεκτοπυριτικά (Στυλιανή Ανδρεοπούλου, Δομή, σύνθεση και ιδιότητες των αργιλικών ορυκτών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Προπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Βόλος, 2018, σελ. 16 [1])
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεκτοπυριτικός