Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταχυδακτυλουργός οι ταχυδακτυλουργοί
      γενική του ταχυδακτυλουργού των ταχυδακτυλουργών
    αιτιατική τον ταχυδακτυλουργό τους ταχυδακτυλουργούς
     κλητική ταχυδακτυλουργέ ταχυδακτυλουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταχυδακτυλουργός < ταχυ- + δάκτυλ(ο) + -ουργός (< αρχαία ελληνική -ουργός < ἔργον) και μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prestidigitateur[1]
 
Ταχυδακτυλουργός με τράπουλα στα χέρια.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ta.çi.ða.kti.luɾˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χυ‐δα‐κτυ‐λουρ‐γός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταχυδακτυλουργός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) που με επιδέξιες κινήσεις των δακτύλων μετακινεί, εξαφανίζει ή εμφανίζει αντικείμενα ή έμψυχα όντα
     συνώνυμα: θαυματοποιός
  2. (μεταφορικά) που εξαπατά τους άλλους με δόλους ή τεχνάσματα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία