δάκτυλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δάκτυλο < αρχαία ελληνική δάκτυλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈða.kti.lo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
δάκτυλο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη δάχτυλο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δάκτυλο
→ δείτε τη λέξη δάχτυλο |