ταυτολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταυτολογικός < ταυτολογία
Επίθετο επεξεργασία
ταυτολογικός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζει την ταυτολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ταυτολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταυτολογικός