tautologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /to.tɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tautologique | tautologiques |
tautologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tautologique | tautologiques |
tautologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό