Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχεδίασμα τα σχεδιάσματα
      γενική του σχεδιάσματος των σχεδιασμάτων
    αιτιατική το σχεδίασμα τα σχεδιάσματα
     κλητική σχεδίασμα σχεδιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχεδίασμα < μεσαιωνική ελληνική σχεδίασμα < σχεδιάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχεδίασμα ουδέτερο

  1. η γραφική απεικόνιση
  2. (μεταφορικά) η μελέτη πραγματοποίησης μιας ιδέας

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  σχέδιο

Συνώνυμα επεξεργασία

γραφική απεικόνιση

προγραμματισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία