σφαιρική άτρακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
σφαιρική άτρακτος θηλυκό
- τμήμα της επιφάνειας μιας σφαίρας που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ημικυκλίων που έχουν κοινή διάμετρο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφαιρική άτρακτος