σφίγγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφίγγα | οι | σφίγγες |
γενική | της | σφίγγας | των | σφιγγών |
αιτιατική | τη | σφίγγα | τις | σφίγγες |
κλητική | σφίγγα | σφίγγες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφίγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σφίγξ από την αιτιατική Σφίγγα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsfiŋ.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφίγ‐γα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφίγγα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφίγγα
|