συσχετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συσχετικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική corrélatif. Αναλύεται σε (συν-) συ- + σχετ(ίζω) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.sçe.tiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
συσχετικός
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη συσχετίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσχετικός