Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρτάρι τα συρτάρια
      γενική του συρταριού των συρταριών
    αιτιατική το συρτάρι τα συρτάρια
     κλητική συρτάρι συρτάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
συρτάρι

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρτάρι < μεσαιωνική ελληνική συρτάριον < αρχαία ελληνική συρτός < σύρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siɾˈta.ɾi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρτάρι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία