συντριπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντριπτικός < μεσαιωνική ελληνική συντριπτικός < αρχαία ελληνική συντρίβω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική écrasant)
Επίθετο επεξεργασία
συντριπτικός
Συγγενικά επεξεργασία
- συντριπτικά
- → δείτε τις λέξεις συντρίβω και τρίβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
συντριπτικός