συντομότατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντομότατος < σύντομ(ος) + -ότατος. Δείτε και το αρχαίο συντομώτατος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
συντομότατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του σύντομος
Δείτε επίσης : συντομώτερος |
συντομότατος, -η, -ο