Δείτε επίσης: συννεφία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συννεφιά οι συννεφιές
      γενική της συννεφιάς των συννεφιών
    αιτιατική τη συννεφιά τις συννεφιές
     κλητική συννεφιά συννεφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συννεφιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συννεφία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < αρχαία ελληνική συννέφεια
 
Συννεφιά στο ύπαιθρο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.neˈfça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐νε‐φιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συννεφιά θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) η παρουσία πολλών σύννεφων στον ουρανό
    Η συννεφιά έκανε τον ουρανό γκρίζο.
     αντώνυμα: ξαστεριά
  2. (μεταφορικά) μελαγχολία, ιδίως στον πληθυντικό συννεφιές
     συνώνυμα: ακεφιά, ακεφιές
    εκφράσεις: (είμαι) στις συννεφιές μου, έχω συννεφιές

Πρότυπο:συγγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σύννεφο, συν και νέφος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία