ξαστεριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξαστεριά | οι | ξαστεριές |
γενική | της | ξαστεριάς | των | ξαστεριών |
αιτιατική | την | ξαστεριά | τις | ξαστεριές |
κλητική | ξαστεριά | ξαστεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξαστεριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξαστεριά < ἐξαστεριά[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksa.steɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐στε‐ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξαστεριά θηλυκό
- (μετεωρολογία) η κατάσταση του νυχτερινού ουρανού που δεν έχει σύννεφα και φαίνονται καθαρά τα αστέρια
- (συνεκδοχικά) η καθαρή και ασυννέφιαστη νύχτα
- (μεταφορικά) η ελευθερία, όταν δεν θα σκεπάζει σαν σύννεφο τον ουρανό η σκλαβιά
- ※ Πότε θα κάμει ξαστεριά, / πότε θα φλεβαρίσει, / να πάρω το ντουφέκι μου, την έμορφη πατρόνα. (μουσική/στίχοι: παραδοσιακό, εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξαστεριά
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ξαστεριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας