Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνθέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντίθημι. Μορφολογικά, συν- + θέτω. [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sinˈθe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐θέ‐τω
τονικό παρώνυμο: σύνθετο

  Ρήμα επεξεργασία

συνθέτω, αόρ.: συνέθεσα, παθ.φωνή: συντίθεμαι, π.αόρ.: συντέθηκα/συνετέθην, μτχ.π.π.: συντεθειμένος

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή : ενεστ. συντίθεμαι, παρατ συνετιθέμην, συντ. μέλ. θα συντεθώ, αόρ. συνετέθην-συντέθηκα, παρακ. έχω συντεθεί, μτχ. εν. συντιθέμενος μτχ. παρακ. συντεθειμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συνθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)