Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυνθέτω < απο- + συνθέτω, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική décomposer

  Ρήμα επεξεργασία

αποσυνθέτω, πρτ.: αποσυνέθετα, αόρ.: αποσυνέθεσα/αποσύνθεσα, παθ.φωνή: αποσυντίθεμαι, π.πρτ.: αποσυνετίθετο3o, π.αόρ.: αποσυντέθηκα, μτχ.π.π.: αποσυντεθειμένος

  1. διασπώ, διαλύω
  2. αποδιαρθρώνω, αποδιοργανώνω

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία