Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνημμένο τα συνημμένα
      γενική του συνημμένου των συνημμένων
    αιτιατική το συνημμένο τα συνημμένα
     κλητική συνημμένο συνημμένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνημμένο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνημμένον ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής συνημμένος < αρχαία ελληνική συνάπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.niˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νημ‐μέ‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνημμένο ουδέτερο

  1. έγγραφο ή δικαιολογητικό που συνοδεύει μία αίτηση ή μία επίσημη αναφορά
  2. (πληροφορική) αρχείο που αποστέλλεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επισύναψη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

συνημμένο ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία