Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνεργαζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνεργαζόμεν
ος
η
συνεργαζόμεν
η
το
συνεργαζόμεν
ο
γενική
του
συνεργαζόμεν
ου
της
συνεργαζόμεν
ης
του
συνεργαζόμεν
ου
αιτιατική
τον
συνεργαζόμεν
ο
τη
συνεργαζόμεν
η
το
συνεργαζόμεν
ο
κλητική
συνεργαζόμεν
ε
συνεργαζόμεν
η
συνεργαζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνεργαζόμεν
οι
οι
συνεργαζόμεν
ες
τα
συνεργαζόμεν
α
γενική
των
συνεργαζόμεν
ων
των
συνεργαζόμεν
ων
των
συνεργαζόμεν
ων
αιτιατική
τους
συνεργαζόμεν
ους
τις
συνεργαζόμεν
ες
τα
συνεργαζόμεν
α
κλητική
συνεργαζόμεν
οι
συνεργαζόμεν
ες
συνεργαζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνεργαζόμενος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
συνεργαζόμενος -η -ο
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
επεξεργασία
συνεργάζομαι
συνεργασία
συνεργάσιμος
συνεργάτης
και
συνεργάτιδα
συνεργατικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεργαζόμενος
αγγλικά
:
cooperating
(en)
· collaborating, in cahoots