Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδιαλλάσσω < αρχαία ελληνική συνδιαλλάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

συνδιαλλάσσω

  1. συμφιλιώνω άλλους, συμβιβάζω καταστάσεις
  2. συχνότεροι στη νεοελληνική είναι οι μεσοπαθητικοί τύποι (συνδιαλλάσσομαι) και σε αυτή την περίπτωση η σημασία είναι: βρίσκω τρόπο να συνεννοηθώ, συσχετίζομαι, συναναστρέφομαι, καταφέρνω να επικοινωνήσω σε συνήθως (αλλά όχι πάντα) αντιθετικές συγκυρίες, επικοινωνώ συμβιβαστικά, κάνω υποχωρήσεις (συχνά με αρνητική χροιά), δημιουργώ σχέσεις διαπλοκής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδιαλλάσσω < σύν + διαλάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

συνδιαλλάσσω στην αττική και συνδιαλάττω

  1. μεσολαβώ για συμφιλιώσω άλλους
    • ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους : για να τον βοηθήσουν να συμφιλιώσει τους Αλείς με τους Φαρσαλίους (Δημοσθ. Παραπρεσβ. 36)