συσχετίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συσχετίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος συσχετίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.sçeˈti.zo.me/
Ρήμα επεξεργασία
συσχετίζομαι
- → δείτε τη λέξη συσχετίζω
- θεωρούμαι από κάποιον ότι συνδέομαι με κάτι άλλο μέσω κάποιας σχέσης.
- Αυτές οι νεοπλασίες συσχετίζονται με την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου.