Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συναρπασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συναρπασμέν
ος
η
συναρπασμέν
η
το
συναρπασμέν
ο
γενική
του
συναρπασμέν
ου
της
συναρπασμέν
ης
του
συναρπασμέν
ου
αιτιατική
τον
συναρπασμέν
ο
τη
συναρπασμέν
η
το
συναρπασμέν
ο
κλητική
συναρπασμέν
ε
συναρπασμέν
η
συναρπασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συναρπασμέν
οι
οι
συναρπασμέν
ες
τα
συναρπασμέν
α
γενική
των
συναρπασμέν
ων
των
συναρπασμέν
ων
των
συναρπασμέν
ων
αιτιατική
τους
συναρπασμέν
ους
τις
συναρπασμέν
ες
τα
συναρπασμέν
α
κλητική
συναρπασμέν
οι
συναρπασμέν
ες
συναρπασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συναρπασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
συναρπάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
συναρπαγμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
συναρπάζω
και
αρπάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συναρπασμένος
αγγλικά
:
enraptured
(en)
,
fascinated
(en)