Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συζητήσιμος η συζητήσιμη το συζητήσιμο
      γενική του συζητήσιμου της συζητήσιμης του συζητήσιμου
    αιτιατική τον συζητήσιμο τη συζητήσιμη το συζητήσιμο
     κλητική συζητήσιμε συζητήσιμη συζητήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συζητήσιμοι οι συζητήσιμες τα συζητήσιμα
      γενική των συζητήσιμων των συζητήσιμων των συζητήσιμων
    αιτιατική τους συζητήσιμους τις συζητήσιμες τα συζητήσιμα
     κλητική συζητήσιμοι συζητήσιμες συζητήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συζητήσιμος < συζήτησ(η) + -ιμος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ziˈti.si.mos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /si.ziˈti.si.mi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /si.ziˈti.si.mo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

συζητήσιμος, -η, -ο

  1. που είναι δυνατό κάποιος να συζητήσει και να συνεννοηθεί μαζί του· που επιδέχεται διάλογο [2]
  2. που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί
  3. που χρειάζεται να διευκρινιστεί ή που αμφισβητείται

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συζητήσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)