Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκυβερνώ < συν- + κυβερνώ < αρχαία ελληνική κυβερνάω / κυβερνῶ

  Ρήμα επεξεργασία

συγκυβερνώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία