Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκυβέρνηση οι συγκυβερνήσεις
      γενική της συγκυβέρνησης* των συγκυβερνήσεων
    αιτιατική τη συγκυβέρνηση τις συγκυβερνήσεις
     κλητική συγκυβέρνηση συγκυβερνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκυβερνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκυβέρνηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συγκυβέρνησις < σύν (συγ-) + αρχαία ελληνική κυβέρνησις [1] < κυβερνάω / κυβερνῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋ.ɟiˈveɾ.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκυ‐βέρ‐νη‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: συγ‐κυ‐βέρ‐νη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκυβέρνηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία