Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακυβέρνηση οι διακυβερνήσεις
      γενική της διακυβέρνησης* των διακυβερνήσεων
    αιτιατική τη διακυβέρνηση τις διακυβερνήσεις
     κλητική διακυβέρνηση διακυβερνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακυβερνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακυβέρνηση < ελληνιστική κοινή διακυβέρνησις < αρχαία ελληνική διακυβερνάω < διά + κυβερνάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακυβέρνηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία