συγκλονισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siŋ.ɡlo.niˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐κλο‐νι‐σμέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
συγκλονισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συγκλονίζω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκλονισμένος