κλονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακλονισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου κλονίζω
- ※ Ο γέροντας προχωρεί με κλονισμένα βήματα, πάει κοντά στο αγόρι κι ακουμπά το κεφάλι στα δυνατά του στήθια. (Ηλίας Βενέζης Θεώνιχος και Μνησαρέτη [διήγημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλονισμένος
|