συγκινητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκινητικός < ελληνιστική κοινή συγκινητικός < (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική émouvant[1] [2])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siŋ.ɟi.ni.tiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
συγκινητικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- συγκινητικά
- συγκινητικότητα
- → δείτε τις λέξεις συγκινώ, συν και κινώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκινητικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συγκινητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ συγκινητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)