συγκαλύπτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκαλύπτω: αρχαία ελληνική < συν- + καλύπτω
Ρήμα επεξεργασία
συγκαλύπτω (συγκάλ-υψα, -ύφτηκα, -υμμένος και συγκεκαλυμμένος)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκαλύπτω
|