Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɪsˈɡaɪz/ & /dɪzˈɡaɪz/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

disguise (en)

  1. μεταμφίεση
  2. μασκάρεμα
  3. παραλλαγή, καμουφλάζ
     συνώνυμα: camouflage

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

disguise (en)

  1. μεταμφιέζω, μεταμφιέζομαι
  2. κρύβω, υποκρύπτω κάτι (π.χ. ένα σημάδι, ένα συναίσθημα, μία πράξη) για να μη μπορεί να αναγνωριστεί
    He tried to disguise his feelings. - Επιχείρησε να κρύψει τα συναισθήματά του.
  3. καμουφλάρω
     συνώνυμα: camouflage

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία