συγγενής ανωμαλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγγενής ανωμαλία < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
συγγενής ανωμαλία θηλυκό
- (ιατρική) ανωμαλία που υπάρχει εκ γενετής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγγενής ανωμαλία