Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανωμαλία οι ανωμαλίες
      γενική της ανωμαλίας των ανωμαλιών
    αιτιατική την ανωμαλία τις ανωμαλίες
     κλητική ανωμαλία ανωμαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανωμαλία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανωμαλία θηλυκό

  1. αφύσικη συμπεριφορά ή πράξη
  2. μη αποδεκτή κοινωνικά συμπεριφορά

  Μεταφράσεις επεξεργασία