συβαριτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συβαριτικός < αρχαία ελληνική Συβαριτικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sybaritique)
Επίθετο επεξεργασία
συβαριτικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη συβαρίτης
συβαριτικός