στυπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στυπτικός < αρχ. ελλ. ρήμα στύφω
Επίθετο επεξεργασία
στυπτικός
- συσταλτικός, συσφιγκτικός
- αγγειοσυσταλτικός, έμμεσα αιμοστατικός και, επίσης έμμεσα, αντισηπτικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στυπτικός